- στωμυλία
- η1) красноречие; 2) уст. разговорчивость, словоохотливость, болтливость, пустословие; краснобайство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στωμυλία — στωμυλίᾱ , στωμυλία wordiness fem nom/voc/acc dual στωμυλίᾱ , στωμυλία wordiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλίᾳ — στωμυλίαι , στωμυλία wordiness fem nom/voc pl στωμυλίᾱͅ , στωμυλία wordiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλία — η, ΝΑ και στομυλία Α [στωμύλος] 1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία 2. ευφράδεια, ευγλωττία αρχ. φλυαρία, φληνάφημα … Dictionary of Greek
στωμυλίας — στωμυλίᾱς , στωμυλία wordiness fem acc pl στωμυλίᾱς , στωμυλία wordiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλίαν — στωμυλίᾱν , στωμυλία wordiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλίη — στωμυλία wordiness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλίην — στωμυλία wordiness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόκαπρος — λυκόκαπρος, ον (Μ) φρ. «λυκόκαπρος στωμυλία» άγρια και επιθετική ρητορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάπρος] … Dictionary of Greek
στομυλία — ἡ, Α βλ. στωμυλία … Dictionary of Greek
στωμυλήθρα — και στωμυλλήθρα, ἡ, Α στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στωμύλος «φλύαρος, εύγλωττος» + επίθημα (ή)θρα (πρβλ. ἀλινδ ήθρα, κολυμβ ήθρα). Κατά μία άποψη, στη φρ. στωμυλῆθραι δαιταλεῖς, ο τ. απαντά ως επίθ. πιθ. για σκωπτικούς λόγους. Κατ άλλους, ο τ.… … Dictionary of Greek
στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek